- μυροποιός
- ο , η парфюмер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυροποιός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροποιός — ο (Α μυροποιός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός, ο μυρεψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ποιός*] … Dictionary of Greek
μυροποιοί — μυροποιός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροποιοῦ — μυροποιός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροποιούς — μυροποιός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροποιόν — μυροποιός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
αλειφαζόος — ἀλειφαζόος και ἀλειφοζόος, ο (στη Μυκην.) η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο ως επαγγελματικό όνομα, που σημαίνει «μυροποιός», «αρωματοποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλειφα* «μύρο» + *ζόος, αμάρτυρος τ. του ρ. ζέω (= βράζω)] … Dictionary of Greek
θυωρός — ὁ, ἡ (Α) 1. ο επιμελητής τών θυσιών, τών ιερών προσφορών 2. ως επίθ. ο ορισμένος για τις θυσίες («θυωρός τράπεζα» η τράπεζα η ορισμένη για τις θυσίες, Φερεκρ.) 3. μυροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυ (πρβλ. θύος) + ωρός. Το β συνθετικό είτε < Fορος… … Dictionary of Greek
μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… … Dictionary of Greek
μυροποιία — η [μυροποιός] 1. η τέχνη παρασκευής μύρων, η τέχνη τού μυροποιού, αρωματοποιία 2. εργοστάσιο, βιομηχανία παρασκευής αρωμάτων … Dictionary of Greek